- υπερκινησία
- η, Νιατρ. διαταραχή τής κινητικότητας, που εκδηλώνεται με ακούσιες, στερεότυπες κινήσεις, ταχείες ή βραδείες, και η οποία οφείλεται σε βλάβη τού εξωπυραμιδικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperkinesia (< υπερ-* + κίνηση). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.